- μπαμπαλής
- ο :γερο-μπαμπαλής глубокий старик, древний старец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαμπαλής — ο 1. άντρας που βρίσκεται σε βαθιά γεράματα, πολύ γέρος 2. γέρος που παρά την ηλικία του επιδίδεται σε ερωτικές διαχύσεις 3. φρ. «ο Αλής και ο μπαμπαλής» άνθρωποι με παρόμοιο χαρακτήρα … Dictionary of Greek
μπαμπαλής — ο (λ. τουρκ.), ο πολύ γέρος, ο ξεμωραμένος γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νερομπάμπαλος — η, ο 1. (για φαγητό) αυτός που περιέχει πολύ νερό 2. ξεμωραμένος, ξεκούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + μπάμπαλο / μπαμπαλής «ανόητος, ξεκουτιασμένος»] … Dictionary of Greek